- περιεργάζονται
- περιεργάζομαιtake more pains than enough aboutpres ind mp 3rd plπερϊεργάζονται , περιεργάζομαιtake more pains than enough aboutpres ind mp 3rd pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… … Dictionary of Greek
περιεργάζομαι — περιεργάστηκα, παρατηρώ, εξετάζω κάτι με προσοχή: Πολλά παιδιά περιεργάζονται ώρες ολόκληρες τα παιχνίδια που τους χαρίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)